- φουρνίζω
- φούρνισα, φουρνίστηκα, φουρνισμένος, μτβ.1. βάζω κάτι στο φούρνο για να ψηθεί, κλιβανίζω.2. φουρνίρω (βλ. λ.), ξεφουρνίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουρνίζω — Ν [φούρνος] 1. βάζω κάτι στον φούρνο για να ψηθεί 2. φουρνίρω («μού φούρνισε και μερικές σάπιες ντομάτες ο μανάβης») … Dictionary of Greek
φούρνισμα — το, Ν [φουρνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φουρνίζω … Dictionary of Greek
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
ξεφουρνίζω — 1. βγάζω κάτι από τον φούρνο 2. μτφ. παρουσιάζω ή λέω κάτι εντελώς απρόοπτα, απροσδόκητα, χωρίς να τό περιμένουν 3. (κατ επέκτ.) λέω ψέματα ή λέω παράδοξα πράγματα («κάθε φορά που έρχεται μάς ξεφουρνίζει και μια καινούργια ιστορία»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
φουρνιστός — ή, ό, Ν [φουρνίζω] 1. ψημένος στον φούρνο 2. το θηλ. ως ουσ. η φουρνιστή ναυτ. το κομμάτι από μέταλλο ή ξύλο που χρησιμοποιείται για την στερέωση τού σκελετού τών πλοίων, η αστράβη … Dictionary of Greek